γιορτολόγημα

γιορτολόγημα
το
1. η προετοιμασία για μια γιορτή
2. πληθ. το συχνό γλεντοκόπι και ξεφάντωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”